Η περίοδος της μανίας για τα ακριβά ρολόγια, που επικράτησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, φαίνεται πως έχει πλέον τελειώσει. Μετά από τρία χρόνια αυξημένης ζήτησης στην ελβετική αγορά πολυτελών ρολογιών, για τις μάρκες όπως η Rolex, η Patek Philippe και η Audemars Piguet παρατηρείται μια σαφή μείωση στο αγοραστικό ενδιαφέρον.
Η αύξηση της ζήτησης κατά την πανδημία οδήγησε τις εξαγωγές ρολογιών σε αστρονομικά επίπεδα, με τον τζίρο της ελβετικής αγοράς να αγγίζει τα 28,5 δισ. δολάρια. Όμως, όπως κάθε τάση που κυριαρχεί, έτσι και αυτή αρχίζει να δείχνει σημάδια κόπωσης.
Φέτος, η αλλαγή στις αγοραστικές τάσεις είναι εμφανής. Ο συνδυασμός των υψηλών επιτοκίων, της μειωμένης παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και οι εσωτερικές προκλήσεις όπως η αύξηση της παραγωγής, έχουν επιφέρει σημαντικές πιέσεις στον κλάδο.
Σε έναν κόσμο όπου η αντίληψη για την πολυτέλεια μεταβάλλεται διαρκώς, οι καταναλωτές δείχνουν να απομακρύνονται από τις αγορές υψηλής ωρολογοποιίας. Οι καταναλωτές αλλά και οι συλλέκτες, έχουν μειώσει τη διάθεση για ακριβές αγορές, με αποτέλεσμα μια γενική εξασθένιση στην αγορά πολυτελών ρολογιών. Η ζήτηση για πολυτελή ρολόγια έχει μειωθεί και οι τιμές στη δευτερογενή αγορά έχουν πέσει, με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Audemars Piguet να περιγράφει την κατάσταση ως «εκτός φυσιολογικού ορίου».
Ταυτόχρονα, η δευτερογενής αγορά ρολογιών μετρά πτώση, αναγκάζοντας τους πωλητές να επαναπροσδιορίσουν τις τακτικές τους. Οι φανατικοί συλλέκτες βρίσκουν πλέον περισσότερες ευκαιρίες σε πιο προσιτές τιμές, αλλάζοντας τη δυναμική της αγοράς.
Η μείωση των πωλήσεων των τελευταίων μηνών έχει επηρεάσει σημαντικά την ελβετική ωρολογοποιία, η οποία αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομίας της χώρας και τον τρίτο μεγαλύτερο κλάδο εξαγωγών της, απασχολώντας περίπου 60.000 εργαζόμενους.
Η πρόσφατη επιβράδυνση έχει προκαλέσει ανησυχία στην ελβετική βιομηχανία. Αν και παλαιότερα οι εταιρείες αναζητούσαν εναγωνίως προσωπικό, τώρα μερικές από αυτές προχωρούν σε απολύσεις λόγω της μειωμένης ζήτησης και της αναταραχής στην αγορά.
Ενδεικτικά, τον Ιούλιο, οι εξαγωγές ελβετικών ρολογιών μειώθηκαν για πρώτη φορά μετά από τουλάχιστον δύο χρόνια. Ο μέσος όρος εξαγωγών εξαγωγών έχει επίσης επιβραδυνθεί σημαντικά από το πρώτο εξάμηνο του έτους. Αν και οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 5% σε ετήσια βάση τον Οκτώβριο, αυτή η αύξηση αφορά κυρίως τα φθηνότερα ρολόγια.
Όσον αφορά τα μεταχειρισμένα ρολόγια, οι τιμές τους έχουν υποχωρήσει εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο, με περίπου 42% πτώση από την κορύφωση του Απριλίου πέρυσι. Αυτό δείχνει μια κάμψη στην αγορά και μια εξασθένιση στο ενδιαφέρον για ακριβά ρολόγια, με τους φανατικούς της αγοράς να φαίνεται ότι έχουν κουραστεί από τις υψηλές τιμές και τις αλματώδεις αυξήσεις.
Συνολικά, η ελβετική αγορά ρολογιών πολυτελείας, παρά την πρόσφατη ευφορία και τα ρεκόρ, αντιμετωπίζει πλέον σημαντικές προκλήσεις και αλλαγές, αναγκάζοντας τους κατασκευαστές και τους εμπόρους να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές τους για το μέλλον.
Η πρόκληση για τους κατασκευαστές τώρα είναι να ανακαλύψουν νέους τρόπους για να προσελκύσουν και να διατηρήσουν τους πελάτες. Με την ελβετική ωρολογοποιία να αναζητά νέους ορίζοντες, οι επόμενοι μήνες και έτη θα είναι καθοριστικά για τη μορφή που θα λάβει ο κλάδος. Μένει να δούμε πώς οι παραδοσιακοί κατασκευαστές θα προσαρμοστούν σε αυτή τη νέα εποχή και ποιες καινοτόμες ιδέες θα αναδυθούν στο προσκήνιο της πολυτελούς ωρολογοποιίας.